1. ΤΟΜΑΤΑ
Απαιτήσεις σε κλίμα. Η τομάτα είναι φυτό των θερμών και εύκρατων κλιμάτων και μπορεί να αναπτύσσεται σε όλες τις περιοχές της χώρας. Σε μερικές περιοχές στα Νότια της χώρας (Κρήτη, νησιά) όπου ο χειμώνας είναι ήπιος η φύτευση της τομάτας μπορεί να γίνεται στο ύπαιθρο, από τον Οκτώβριο και η παραγωγή να ξεκινάει από τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο. Σε άλλες περιοχές όπου παρατηρούνται όψιμοι παγετοί την άνοιξη (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) και σε περιοχές με υψόμετρο η τομάτα δεν μπορεί να καλλιεργηθεί στο ύπαιθρο κατά τον χειμώνα, γιατί καταστρέφεται σε θερμοκρασίες -2 οC. Στις περιοχές αυτές η καλλιέργεια εγκαθίσταται μετά την παρέλευση των παγετών από το τέλος Μαρτίου ή αρχές Απριλίου (Ολύμπιος,1994).
Γενικά οι άριστες θερμοκρασίες για την ανάπτυξη και παραγωγή των φυτών της τομάτας κυμαίνονται από 22-28 οC κατά την ημέρα και 15-16 οC κατά τη νύχτα. Για τη βλάστηση των σπόρων θερμοκρασίες γύρω στους 25 οC θεωρούνται οι περισσότερο ευνοϊκές (Ολύμπιος,1994).
Αναφορικά με τον παράγοντα υγρασία ατμόσφαιρας, άριστη θεωρείται αυτή των 60-70% (Ολύμπιος,1994).
Σπορά. Ο σπόρος της τομάτας σπέρνεται σε δίσκους που περιέχουν μείγμα τύρφης, περλίτη και βερμικουλίτη σε αναλογία 3:2:1 κατ’ όγκο. Όταν τα σπορόφυτα αποκτήσουν 2 - 3 πραγματικά φύλλα μεταφυτεύονται σε δίσκους οι οποίοι είναι χωρισμένοι σε θέσεις (διαστάσεων 5,5 x 5,5 εκ., συνήθως) ή σπέρνονται απ’ ευθείας στους παραπάνω δίσκους στους οποίους αναπτύσσονται μέχρι να σχηματίσουν 4 - 5 πραγματικά φύλλα, οπότε μεταφυτεύονται στο χωράφι. Ο σπόρος της φυτρώνει σε 5 ημέρες σε θερμοκρασία 24 – 27 οC και τα σπορόφυτα αναπτύσσονται σε θερμοκρασία 18-23/14-16 οC ημέρα/νύχτα (Μπλέτσος, 2012).
Λίπανση. Σε ένα στρέμμα εφαρμόζονται N 10-20 κιλά (αμμωνιακή μορφή), P2O5 15-20 κιλά και K2O 20-25 κιλά. Όλη η ποσότητα του P2O5 και η μισή ποσότητα του N και του K2O εφαρμόζονται πριν ή κατά τη μεταφύτευση και η υπόλοιπη ποσότητα του N και του K2O σε πολλές δόσεις (κάθε 10-15 ημέρες αρχίζοντας μετά την καρπόδεση της πρώτης ταξιανθίας). Αν εμφανισθεί μεσονεύρια χλώρωση και νέκρωση στα κατώτερα φύλλα χορηγείται MgSO4 (Μπλέτσος, 2012).
Μεταφύτευση. Τα σπορόφυτα μεταφυτεύονται στο χωράφι όταν αποκτήσουν 4 - 5 πραγματικά φύλλα σε γραμμές που απέχουν 80 – 100 εκ. μεταξύ τους και 50 εκ. φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή ή σε δίδυμες γραμμές που απέχουν (στο ζεύγος) 50 – 70 εκ., τα ζεύγη των διδύμων γραμμών μεταξύ τους 100 εκ. και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 50 εκ. Σε ένα στρέμμα φυτεύονται σε υπαίθρια καλλιέργεια 1000 - 1800 σπορόφυτα, τα οποία αναπτύσσονται καλύτερα στην οριστική τους θέση σε θερμοκρασίες 18-23/15-17 οC (ημέρα/νύχτα) και σε έδαφος που έχει pH 5,5 - 7 (Μπλέτσος, 2012). Στους 24-31 οC το φυτό της τομάτας αναπτύσσεται ταχύτατα ενώ στους 35 οC η ανάπτυξη αναστέλλεται (Σαϊνατούδης, 2014).
Η τομάτα δεν είναι απαιτητική σε συγκεκριμένο τύπο εδάφους, αποδίδει όμως καλύτερα στα μέσης συστάσεως εδάφη (αμμοπηλώδη, πηλοαμμώδη) εφόσον είναι βαθιά, γόνιμα, στραγγίζουν καλά και υπάρχει διαθέσιμο νερό για άρδευση (Ολύμπιος,1994).
Πότισμα. Αμέσως μετά τη φύτευση ακολουθεί πότισμα για να έρθει σε επαφή το ριζικό σύστημα με το έδαφος και να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του φυτού σε νερό. Στη συνέχεια η συχνότητα των ποτισμάτων και η ποσότητα του νερού ανά πότισμα θα εξαρτηθεί από τον τύπο του εδάφους, την εποχή (κυρίως τη θερμοκρασία) και το στάδιο ανάπτυξης του φυτού. Οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγαλύτερες κατά την περίοδο της συγκομιδής. Τα ελαφρά αμμώδη εδάφη απαιτούν συχνότερα ποτίσματα σε σύγκριση με τα συνεκτικά βαριά εδάφη, και ενώ θεωρούνται περισσότερο κατάλληλα για πρώιμες καλλιέργειες, πιθανόν να παρουσιαστούν προβλήματα σήψεως κορυφής του καρπού, που αποδίδεται στη μη κανονική απορρόφηση και διακίνηση του ασβεστίου (ακανόνιστη υγρασία στο έδαφος, μη κανονικά ποτίσματα κ.α.) (Ολύμπιος,1994).
Άνθη. Όταν η θερμοκρασία είναι 18 – 25 οC η γύρη διατηρεί την ικανότητά της για γονιμοποίηση 2 - 5 ημέρες, το στίγμα είναι επιδεκτικό για 16 - 18 ώρες πριν ανοίξουν τα άνθη και παραμένει επιδεκτικό για άλλες 5 - 6 ημέρες μετά το άνοιγμα των ανθέων. Αν κατά την περίοδο της άνθισης η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι χαμηλή (<10 – 12 οC), εμποδίζεται η καρπόδεση, γιατί δεν τινάζει η γύρη (δηλ. δεν ανοίγουν οι ανθήρες να ελευθερώσουν τους γυρεόκοκκους) και δεν πετούν τα έντομα για να διευκολύνουν την επικονίαση. Τότε για την καρπόδεση χρησιμοποιούνται ορμόνες (PCPA, άλας διαιθανολαμίνης του παραχλωρο-φαινοξυ-οξικού οξέος ή NOA, β-ναφθοξυοξικό οξύ) σε συγκέντρωση 1ml/λίτρο νερού. Οι καρποί που παράγονται με την εφαρμογή ορμονών συνήθως εμφανίζουν παραμορφώσεις στο σχήμα (ασύμμετρος, πολυγωνικός ή με μαστοειδή απόφυση στην κορυφή), φτωχό εξωτερικά χρώμα (πιο ανοιχτό), εσωτερικά κενά χωρίς πλακούντα ή με πράσινο πλακούντα χωρίς σπόρους. Αν κατά την άνθιση η θερμοκρασία της ημέρας είναι υψηλή (>32 – 34 οC) και της νύχτας υψηλότερη από 20 οC προκαλείται ανθόπτωση (ανθόρροια) και εμποδίζεται η καρπόδεση, γιατί στεγνώνει το στίγμα και δεν κολλάει η γύρη στο στίγμα όπου πρέπει να βλαστήσει και να γονιμοποιήσει την ωοθήκη. Γι’ αυτό τη θερινή περίοδο συνιστάται τα φυτά να σκιάζονται με ειδικό δίχτυ σκίασης που μειώνει την ηλιακή ακτινοβολία που φθάνει στα φυτά κατά 30 - 40% (Μπλέτσος, 2012). Η γονιμοποίηση των λουλουδιών είναι επίσης περιορισμένη και η παραγωγή μικρή σε συνθήκες συνεχών βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού (Σαϊνατούδης, 2014).
Καρπός. Αν οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες από 10 οC, οι καρποί παραμένουν πράσινοι γιατί δε συντίθενται καμία από τις δύο χρωστικές (λυκοπίνη και καροτίνη). Αν οι καρποί συγκομισθούν όταν αποκτήσουν το τελικό τους μέγεθος και κιτρινοπράσινο χρώμα στην κορυφή κοκκινίζουν σε 1 - 2 εβδομάδες (τέτοιοι καρποί συγκομίζονται συνήθως αργά το φθινόπωρο για να μη παγώσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες) (Μπλέτσος, 2012).
Παραγωγή σπόρου. Οι τομάτες που προορίζονται για την παραγωγή σπόρου συγκομίζονται ώριμες (Μπλέτσος, 2012) και από τα πιο υγιή φυτά (Σαϊνατούδης, 2008). Συνθλίβονται με τα χέρια ή με μηχανή και ο πολτός που σχηματίζεται συγκεντρώνεται σε πλαστικό δοχείο στο οποίο παραμένει για 2 - 3 ημέρες για ζύμωση, ώστε να αποχωρισθεί ο σπόρος από τη γλοιώδη ουσία που τον περιβάλλει. Κατόπιν ο πολτός αναμοχλεύεται με το χέρι ή με ξύλινη ράβδο και στο δοχείο ρίχνουμε νερό. Τα υπολείμματα του καρπού και οι ανώριμοι σπόροι επιπλέουν και απομακρύνονται, ενώ ο ώριμος σπόρος είναι βαρύτερος και συγκεντρώνεται στον πυθμένα του δοχείου. Οι πλύσεις αυτές επαναλαμβάνονται για 2 - 3 φορές και στο τέλος παραμένει ο σπόρος καθαρός, ο οποίος αδειάζεται σε τελάρο με σίτα για να στραγγίσει το νερό και μεταφέρεται στη σκιά για να στεγνώσει. Αποφεύγουμε να στεγνώσουμε το σπόρο στον ήλιο, γιατί η υψηλή θερμοκρασία μειώνει τη βιωσιμότητά του. Αν θέλουμε ο σπόρος να μην έχει χνούδι, πριν τον αδειάσουμε στη σίτα να στεγνώσει τον ανακατεύουμε με 8 - 10 ml HCl / κιλό σπόρου. Μετά από 15 - 20 λεπτά ο σπόρος ξεπλένεται 2 - 3 φορές με νερό και αδειάζεται στη σίτα να στεγνώσει. Ο σπόρος θεωρείται στεγνός όταν περιέχει 8% υγρασία οπότε συσκευάζεται σε φακελάκια από πλαστικοποιημένο φύλλο αλουμινίου ή σε μεταλλικά κουτιά και αποθηκεύεται σε ψυγείο στο οποίο η θερμοκρασία διατηρείται στους 4 – 5 οC και η σχετική υγρασία στο 40 - 50%. Σε τέτοιες συνθήκες διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα για 8 - 10 έτη, ενώ σε συνθήκες περιβάλλοντος για 4 - 5 έτη (Μπλέτσος, 2012). Απαιτείται προσοχή γιατί εάν το επίπεδο υγρασίας πέσει χαμηλότερα από το 3%, οι σπόροι κινδυνεύουν να χάσουν μόνιμα την ικανότητα φύτρωσης (Σαϊνατούδης, 2008).
2. ΦΑΣΟΛΙ
Σπορά. Η φασολιά σπέρνεται κατ’ ευθείαν στο χωράφι σε διαδοχικές σπορές από τη άνοιξη ως το φθινόπωρο. Στη βόρεια Ελλάδα σπέρνεται συνήθως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου (Μπλέτσος, 2012). Αποφεύγεται η σπορά μέχρι ο κίνδυνος παγετού να περάσει και να ζεσταθεί το έδαφος. Το φύτρωμα του σπόρου γίνεται μέσα σε 8-10 ημέρες (http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene8f63). Οι αναρριχώμενες ποικιλίες, όπως αυτή, σπέρνονται σε γραμμές που απέχουν 80-100εκ. μεταξύ τους και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 20-25εκ. και υποστυλώνονται με καλάμια σε υπαίθρια καλλιέργεια (Μπλέτσος, 2012). Σε κάθε θέση τοποθετούνται 4 με 6 σπόροι (http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene8f63.htm). Σε ένα στρέμμα καλλιεργούνται 4000-6000 φυτά (Μπλέτσος, 2012).
Καλύτερες θερμοκρασίες για την ανάπτυξη του φυτού είναι από 18-25οC, ενώ σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από 10οC τα φυτά δεν αναπτύσσονται. Για τη σπορά ενός στρέμματος χρειάζονται 5-12 κιλά σπόρου (εξαρτάται από το μέγεθος του σπόρου) (Μπλέτσος, 2012).
Η φασολιά αναπτύσσεται και παράγει σε ποικίλα εδάφη. Προτιμώνται όμως τα ελαφρά και θερμά για πρώιμη παραγωγή και τα γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία που στραγγίζουν καλά, για υψηλές αποδόσεις. Το άριστο της αντίδρασης του εδάφους κυμαίνεται από pH 5,8-6, δηλαδή τα ελαφρώς όξινα εδάφη. Τα εδάφη με αλκαλική αντίδραση θα πρέπει να αποφεύγονται (Ολύμπιος, 2001).
Λίπανση. Σε ένα στρέμμα εφαρμόζονται πριν τη σπορά N 5-15 κιλά P₂O₅ 15-20 κιλά και K₂O 10-20 κιλά. Η μεγαλύτερη ποσότητα λιπάσματος εφαρμόζεται πριν ή κατά τη σπορά. Η έλλειψη Mn, Zn και Fe και η περίσσεια B μειώνει σημαντικά τις αποδόσεις (Μπλέτσος, 2012).
Πότισμα. Μετά τη βλάστηση τα ποτίσματα γίνονται συχνά και με αρκετό νερό για να μεγαλώσουν τα φυτά γρήγορα και να εμφανιστούν τα άνθη. Στη συνέχεια τα ποτίσματα περιορίζονται γιατί η υπερβολική υγρασία στο έδαφος, όπως βέβαια και η υπερβολική ξηρασία, προκαλούν ανθόρροια (Ολύμπιος, 2001).
Άνθη. Τα άνθη είναι πλήρως αυτογονιμοποιούμενα και στις νάνες ποικιλίες ανθίζουν σε μικρή χρονική περίοδο. Όταν οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες από 10οC ή μεγαλύτερες από 32-33οC και η σχετική υγρασία του αέρα χαμηλή προκαλείται ανθόρροια (δε σχηματίζονται λοβοί) (Μπλέτσος, 2012).
Παραγωγή σπόρου. Για τη συγκομιδή των σπόρων, αφήνονται οι πρώτοι καρποί να ωριμάσουν. Οι καρποί αυτοί παίρνουν τους περισσότερους χυμούς του φυτού και έχουν τα καλύτερα χαρακτηριστικά της ποικιλίας. Είναι καλό, όμως να συλλέγουμε σπόρους και από τη μέση της καλλιεργητικής περιόδου και από το τέλος, γιατί αν συλλέγουμε μόνο από την αρχή θα οδηγηθούμε σε πρώιμες ποικιλίες (http://erymanthos.eu/index.php?option=com_content&view=article&id=550:2012-10-22-12-22-20&catid=60:neoiagrotes&Itemid=66). Οι λοβοί συγκομίζονται ξεροί, αφήνονται για 4-6 ημέρες σε καλά αεριζόμενο χώρο να ξεραθούν καλά, δηλαδή οι σπόροι τους να περιέχουν υγρασία λιγότερη από14% και κατόπιν αλωνίζονται (Μπλέτσος, 2012).
Σπόρος. Ο σπόρος διατηρείται σε ψυγείο (θερμοκρασία 4-5οC και σχετική υγρασία 40-50%) 3 έτη. Αν ο σπόρος περιέχει χαμηλότερη υγρασία (περίπου 7%) και αποθηκευθεί σε αεροστεγή συσκευασία διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα για περισσότερα έτη (Μπλέτσος, 2012).
3. ΦΑΣΟΛΙ (ΓΙΓΑΝΤΕΣ)
Σπορά. Σε ένα καλά προετοιμασμένο καλλιεργητικά έδαφος όπου έχουν ανοιχτεί αυλάκια σε αποστάσεις 80-90εκ. μεταξύ τους γίνεται η σπορά με τα χέρια. Σε θέσεις που απέχουν 80-90εκ. μεταξύ τους πάνω στις γραμμές τοποθετούνται 2-3 σπόροι και ακολουθεί παράχωμα. Το βάθος σποράς κυμαίνεται από 3-8εκ. ανάλογα με το μέγεθος του σπόρου, την σύσταση του εδάφους αλλά και την υγρασία του την περίοδο της σποράς. Στο Νομό Καστοριάς, η περίοδος σποράς εντοπίζεται στο χρονικό διάστημα από 15 Απριλίου έως 30 Μαΐου, με κύριο ρυθμιστή τις καιρικές συνθήκες της περιόδου αυτής. Μετά το φύτρωμα και όταν τα φυτά αποκτήσουν το πρώτο ζευγάρι πραγματικών φύλλων γίνεται το πρώτο σκάλισμα με τσάπα και παράλληλα γίνεται αραίωμα των φυτών. Σε κάθε θέση αφήνονται 1-2 φυτά, καθώς αφαιρούνται τα πιο αδύνατα (http://www.minagric.gr/greek/data/prodiagrafes).
Οι γίγαντες, αν και δεν είναι ανθεκτικοί στον παγετό, αναπτύσσονται καλύτερα σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (12-22οC) σε σύγκριση με το κοινό φασόλι και δεν καλλιεργούνται συνήθως στις τροπικές περιοχές. Επίσης αντέχουν σε υψηλότερη βροχόπτωση υπό την προϋπόθεση καλής στράγγισης του εδάφους. Γενικά θεωρείται ηλιόφιλο φυτό αν και ανέχεται και ομιχλώδη καιρό (Παπακώστα-Τασοπούλου, 2005).
Τα φασόλια (γίγαντες) είναι καλλιέργεια με ιδιαίτερες απαιτήσεις, όσον αφορά την θερμοκρασία. Είναι χαρακτηριστική η ευπάθεια στον παγετό σε όλα ανεξαιρέτως τα στάδια της. Το φύτρωμα του σπόρου γίνεται όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 12°C, ενώ για την ευνοϊκή ανάπτυξη , άριστες θερμοκρασίες είναι μεταξύ 17°C και 24°C. Χαμηλότερες των 17°C επιβραδύνουν την ανάπτυξη ενώ υψηλότερες των 24°C προκαλούν περιορισμένη καρπόδεση, ανθόρροια και πτώση λοβών, που συνολικά μπορεί να οδηγήσουν σε πλήρη ακαρπία. Κρίσιμη περίοδος επίδρασης των υψηλών θερμοκρασιών είναι οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος (http://ec.europa.eu/agriculture/quality/door/documentDisplay.html?chkDocument=4752_1_el).
Έδαφος. Τα φασόλια εμφανίζουν καλή προσαρμοστικότητα, σε μεγάλη ποικιλία εδαφών. Όμως οι καλές αποδόσεις, η πρωιμότητα, αλλά κυρίως η υψηλή ποιότητα, επιτυγχάνεται σε γόνιμα, ελαφρά, έως μέσης σύστασης διαπερατά εδάφη, αμμοπηλώδη ή αμμοαργιλλώδη (http://ec.europa.eu/agriculture/quality/door).
Πότισμα. Το νερό είναι απαραίτητο την περίοδο λίγο πριν την έντονη άνθηση αλλά και κατά την διάρκειά της, καθώς η έλλειψή του προκαλεί ανθόρροια και πτώση λοβών, με παράλληλη επίδραση στο μέγεθος, όσων παραμένουν και κατά προέκταση των ίδιων των σπόρων. Στο πότισμα με κατάκλυση, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, όταν τα εδάφη είναι συνεκτικά. Μεγάλες ποσότητες νερού που μένουν στο χωράφι πολλές ώρες, δημιουργούν προβλήματα. Μάλιστα το διάστημα των 12 ωρών θεωρείται κριτικό για την ομαλή συνέχιση της καλλιέργειας. Ο συνολικός αριθμός των ποτισμάτων κυμαίνεται από 5 έως 10 ανάλογα με τον τύπο του εδάφους, τις ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες και τις βροχοπτώσεις (http://www.minagric.gr/greek/data/prodiagrafes_fasolia_giganteselef_kastorias).
Άνθη. Είναι σταυρογονιμοποιούμενο είδος και προτιμά πιο δροσερά περιβάλλοντα από το κοινό φασόλι. Επίσης εμφανίζει παρατεταμένη αύξηση και ανθοφορία (Παπακώστα-Τασοπούλου, 2005).
4. ΒΙΓΝΑ (ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΚΑ)
Σπορά. Ανάλογα με τον τύπο καλλιέργειας, αν δηλαδή η φυτεία προορίζεται για παραγωγή φρέσκου λουβιού (μαυρομάτικο) ή για παραγωγή ξηρού λουβιού (μαυρομάτικο), έχουμε διαφορετικές περιόδους σποράς ή μεταφύτευσης. Για παραγωγή φρέσκου λουβιού, χρησιμοποιούνται, συνήθως, σπορόφυτα τα οποία μεταφυτεύονται στο χωράφι ανάλογα με το μικροκλίμα κάθε περιοχής. Μεταφύτευση σε ανοικτή καλλιέργεια γίνεται τον Απρίλιο. Για παραγωγή ξηρού λουβιού χρησιμοποιείται κυρίως σπόρος. Η μέθοδος της σποράς για ανοικτές καλλιέργειες χρησιμοποιείται λόγω του μειωμένου κόστους εγκατάστασης σε σχέση με τη χρήση σπορόφυτων. Για τη σπορά χρησιμοποιείται τόσο η μέθοδος με το χέρι, όσο και με μηχανές. Η σπορά γίνεται από τα τέλη Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Η πρώιμη σπορά (Μάιο μέχρι μέσα Ιουνίου) ευνοεί τη βλαστική ανάπτυξη του φυτού, που πολλές φορές είναι σε βάρος της παραγωγής. Επίσης, η πολύ μεγάλη φυλλική επιφάνεια ευνοεί την ανάπτυξη διαφόρων μυκητολογικών προσβολών και μεγάλων πληθυσμών διαφόρων εντόμων, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών θερμοκρασίας και υγρασίας που δημιουργούνται. Η όψιμη σπορά, το δεύτερο δεκαπενθήμερο Ιουνίου μέχρι το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, δεν ευνοεί την έντονη βλαστική ανάπτυξη και η παραγωγή καρπού είναι αρκετά καλή. Πολύ όψιμη σπορά, δηλαδή τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, δεν ευνοεί ούτε τη βλαστική ανάπτυξη των φυτών, αλλά, ούτε και την παραγωγή καρπού, γι’ αυτό καλύτερα να αποφεύγεται (Παύλου, 2009).
Λίπανση. Για την παραγωγή 100 κιλών σπόρου (καρπού) λουβιού χρειάζονται 5 κιλά καθαρού Αζώτου, 4 κιλά Καλίου, 0,4 κιλά Φωσφόρου, 0,4 κιλά Θείου, 1,5 κιλό Οξειδίου του Ασβεστίου και 1,5 κιλό Οξειδίου του Μαγνησίου. Ιδιαίτερα υψηλές είναι οι απαιτήσεις του λουβιού σε Φώσφορο και Κάλιο κατά το τέλος της ανάπτυξής του. Το 80% περίπου του απαιτούμενου Φωσφόρου και το 60-90% του απαιτούμενου Καλίου, τα φυτά το παίρνουν τις τελευταίες 30-35 ημέρες. Αν και ψυχανθές, το λουβί ευνοείται από την αζωτούχα λίπανση, γιατί πολλές φορές δεν υπάρχουν τα αζωτοβακτήρια στα χρησιμοποιούμενα χωράφια (Παύλου, 2009).
Μεταφύτευση. Για παραγωγή φρέσκου λουβιού, οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών επί της γραμμής είναι 50-70εκ. Μεταξύ των γραμμών οι αποστάσεις κυμαίνονται από 1,5 έως 2 μέτρα. Για παραγωγή ξηρού λουβιού, οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών είναι 50-75εκ. και μεταξύ των γραμμών 2-2,5 μέτρα (Παύλου, 2009).
Το λουβί είναι φυτό που αναπτύσσεται σε ζεστά κλίματα και η ανάπτυξή του ευνοείται από ζεστό καιρό. Σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα ψυχανθή, το λουβί ανέχεται καλύτερα τις υψηλές θερμοκρασίες. Τα άνθη δεν έχουν την τάση να πέφτουν τόσο εύκολα κατά τη διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών των καλοκαιρινών μηνών. Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες όμως, πέραν των 35οC, μπορεί να προκαλέσουν ανθόπτωση ή και καρπόπτωση. Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, το λουβί είναι ευπαθές στις ελαφρές παγωνιές του χειμώνα και της αρχής της άνοιξης (Παύλου, 2009).
Έδαφος. Το λουβί αναπτύσσεται επιτυχώς σε όλους τους τύπους εδάφους, από τα αμμώδη μέχρι και βαριά αργιλώδη. Οι μεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο επιτυγχάνονται σε μέτριας γονιμότητας εδάφη που στραγγίζουν καλά. Στα πολύ πλούσια και γόνιμα εδάφη ευνοείται η βλαστική ανάπτυξη σε βάρος της απόδοσης, όμως η παραγωγή σε σπόρο είναι αρκετά καλή. Στα φτωχά εδάφη τόσο η βλαστική ανάπτυξη, όσο και η παραγωγή σε σπόρο είναι μειωμένη (Παύλου, 2009).
Πότισμα. Το λουβί, μπορεί να καλλιεργηθεί τόσο ως αρδευόμενη, όσο και ως ξηρική φυτεία. Μπορεί να αναπτυχθεί και χωρίς άρδευση, με το νερό των βροχών που αποθηκεύθηκε σε εδάφη που έχουν καλή αποθηκευτική ικανότητα και έχουν δεχθεί την κατάλληλη κατεργασία. Όμως, για να έχουμε υψηλές αποδόσεις χρειάζεται άρδευση. Έτσι, μετά τη σπορά, ανεξάρτητα του τρόπου σποράς, συστήνεται να ακολουθεί αμέσως μια άρδευση. Στη συνέχεια αφήνονται τα φυτά να φυτρώσουν και να εγκατασταθούν και ακολουθούν αρδεύσεις σύμφωνα με τις ανάγκες των φυτών. Όταν γίνεται μεταφύτευση σπορόφυτων, η άρδευση ξεκινά από τη στιγμή της μεταφύτευσης και ακολουθούν αρδεύσεις σύμφωνα με τις ανάγκες των φυτών. Η επικρατέστερη, η πιο οικονομική και πιο αποτελεσματική είναι η μέθοδος της άρδευσης με σταγόνες. Καλό είναι να ετοιμάζεται πρόγραμμα άρδευσης για κάθε φυτεία, γιατί η δόση και η συχνότητα άρδευσης εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους, το στάδιο ανάπτυξης, καθώς και το μικροκλίμα της περιοχής, ιδιαίτερα δε από την εξάτμιση (Παύλου, 2009).
5. ΠΙΠΕΡΙΑ
Σπορά. Ο σπόρος της πιπεριάς σπέρνεται σε δίσκους που περιέχουν μείγμα τύρφης, περλίτη και βερμικουλίτη σε αναλογία 3:2:1 κατ’ όγκο. Όταν τα σπορόφυτα αποκτήσουν 2-3 πραγματικά φύλλα μεταφυτεύονται σε δίσκους οι οποίοι είναι χωρισμένοι σε θέσεις (διαστάσεων 5,5 x 5,5εκ., συνήθως) ή σπέρνονται απ’ ευθείας στους παραπάνω δίσκους στους οποίους αναπτύσσονται μέχρι να σχηματίσουν 4-5 πραγματικά φύλλα, οπότε μεταφυτεύονται στο χωράφι. Ο σπόρος φυτρώνει σε 5-7 ημέρες σε θερμοκρασία 25-30οC και σε περισσότερες ημέρες σε θερμοκρασία χαμηλότερη από 15οC. Τα σπορόφυτα αναπτύσσονται καλύτερα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 27/24οC (ημέρα/νύχτα) (Μπλέτσος, 2012).
Λίπανση. Σε ένα στρέμμα εφαρμόζονται πριν ή κατά τη μεταφύτευση N 6-8 κιλά, P2O5 8-10 κιλά K2O 8-10 κιλά. Όλη η ποσότητα P και η μισή ποσότητα του N και του K εφαρμόζονται πριν ή κατά τη μεταφύτευση και η υπόλοιπη ποσότητα N και K σε 2-4 ισόποσες δόσεις συνήθως μετά από κάθε συγκομιδή (Μπλέτσος, 2012).
Μεταφύτευση. Η φύτευση στο χωράφι γίνεται μετά την πάροδο του κινδύνου των παγετών, συνήθως τον Απρίλιο με Μάιο (Σαϊνατούδης, 2014). Τα σπορόφυτα μεταφυτεύονται στο χωράφι όταν αποκτήσουν 4-5 πραγματικά φύλλα σε γραμμές που απέχουν 80-100εκ. μεταξύ τους και 30-40εκ. φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή ή σε δίδυμες γραμμές που απέχουν (στο ζεύγος) 50-60εκ., και τα ζεύγη των διδύμων γραμμών μεταξύ τους 80εκ. και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 30-40εκ. Σε ένα στρέμμα φυτεύονται υπαίθρια 3000-4000 σπορόφυτα, τα οποία αναπτύσσονται στο χώρο που μεταφυτεύονται καλύτερα σε θερμοκρασίες 20-24/15-18οC ημέρα/νύχτα και pH εδάφους 5,5-6,8 (Μπλέτσος, 2012). Η πιπεριά είναι φυτό των θερμών χωρών. Στα εύκρατα κλίματα είναι μονοετής και στα ζεστά διετές, ευδοκιμεί καλύτερα στις περιοχές με μεγάλη διάρκεια ημέρας. Είναι ευαίσθητη στο κρύο και ευνοείται σε θερμοκρασίες 20-30οC. Όσο μεγαλύτερες είναι οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του φυτού τόσο πιο πρώιμη είναι η διαφοροποίηση των οφθαλμών και η άνθιση. Πάνω από τους 35οC ο αριθμός σχηματισμένων λουλουδιών είναι αρκετά περιορισμένος. Τη γρήγορη άνθιση και καρπόδεση ευνοεί επίσης η επαρκής υγρασία του εδάφους και της ατμόσφαιρας (Σαϊνατούδης, 2014).
Η πιπεριά μπορεί να καλλιεργηθεί σε πλείστα εδάφη, αποδίδει όμως καλύτερα στα σχετικά ελαφρά, βαθιά, αποστραγγισμένα, πλούσια σε χούμο και γόνιμα εδάφη (Ολύμπιος, 2001). Η συνεχής καλλιέργεια πιπεριάς στο ίδιο χωράφι ή και η καλλιέργεια μετά από άλλο σολανώδες (καπνό, τομάτα, μελιτζάνα, πατάτα) δεν ενδείκνυται. Θα πρέπει να γίνεται κατάλληλη αμειψισπορά, κατά την οποία η πιπεριά θα επανέρχεται στο χωράφι μετά από 4-5 χρόνια, ακολουθώντας φυτά μη σολανώδη (Σαϊνατούδης, 2014).
Πότισμα. Το ριζικό σύστημα της πιπεριάς είναι πολύ ευπαθές τόσο στο ξηρό έδαφος όσο και στο πολύ υγρό έδαφος. Η ποσότητα του νερού και η συχνότητα ποτίσματος δεν μπορεί να υπαγορευθεί επακριβώς, γιατί επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως το κλίμα, η εποχή, η δομή και η υδατοχωρητικότητα του εδάφους, το στάδιο ανάπτυξης του φυτού κ.ο.κ. Μεγάλες διακυμάνσεις της υδατοπεριεκτικότητας του εδάφους συντελούν στο σκίσιμο των καρπών και προκαλείται μελανή κηλίδωση σε αυτούς, ιδιαίτερα εάν το επίπεδο αλατότητας του εδάφους είναι σχετικά υψηλό. Παρατεταμένος κορεσμός του εδάφους με νερό προκαλεί φυλλόπτωση (Ολύμπιος, 2001).
Άνθη. Τα άνθη αυτογονιμοποιούνται ή διασταυρώνονται σε υψηλό ποσοστό (2-90%) στις πρωτόγυνες ποικιλίες και στις ποικιλίες στις οποίες το στίγμα προεξέχει του κώνου των ανθήρων με τη βοήθεια των εντόμων. Τα άνθη που δε γονιμοποιούνται πέφτουν καθώς και οι νεαροί καρποί όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από 15-16οC ή υψηλότερη από 30-32οC, λόγω έλλειψης γόνιμης γύρης. Το στίγμα του υπέρου είναι γκριζωπό, προεξέχει του κώνου των ανθήρων ή βρίσκεται στο ίδιο ύψος του κώνου των ανθήρων και είναι επιδεκτικό των γυρεόκοκκων μέχρι 7 ημέρες (Μπλέτσος, 2012).°C
Παραγωγή σπόρου. Οι πιπεριές που προορίζονται για την παραγωγή σπόρου συγκομίζονται όταν αποκτήσουν κόκκινο χρώμα (Μπλέτσος, 2012). Προτείνεται η συλλογή για σπόρο να γίνεται από το δεύτερο καρπό και μετά (http://erymanthos.eu/index.php?option=com_content&view=article&id=550:2012-10-22-12-22-20&catid=60:neoiagrotes&Itemid=66). Το περικάρπιο κόβεται περιμετρικά σε απόσταση 2-3εκ. από τον ποδίσκο και ξεχωρίζει η βάση του καρπού που περιέχει το σπόρο (κομμένος καρπός) από τον υπόλοιπο καρπό (περικάρπιο), ο οποίος καταναλώνεται με διάφορους τρόπους. Ο κομμένος καρπός κρατείται από τον ποδίσκο και οι σπόροι αφαιρούνται με το χέρι και μαζεύονται σε δοχείο που περιέχει νερό (παραγωγή μικρής ποσότητας σπόρου). Όταν οι καρποί είναι πολλοί, οι κομμένοι καρποί συνθλίβονται με μηχανή το προϊόν μαζεύεται σε δοχείο που περιέχει νερό. Τα υπολείμματα του καρπού και οι ανώριμοι σπόροι επιπλέουν και απομακρύνονται, ενώ ο καλός σπόρος είναι βαρύτερος και συγκεντρώνεται στον πυθμένα του δοχείου. Οι πλύσεις αυτές επαναλαμβάνονται για 2-3 φορές και στο τέλος παραμένει καθαρός σπόρος, ο οποίος αδειάζεται σε τελάρο με σίτα για να στραγγίσει το νερό και μεταφέρεται στη σκιά για να στεγνώσει. Ο ξερός σπόρος όταν περιέχει 8% υγρασία αποθηκεύεται σε ψυγείο στο οποίο η θερμοκρασία διατηρείται στους 4-5οC και η σχετική υγρασία στο 40-50%. Σε τέτοιες συνθήκες ο σπόρος διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα 7-8 έτη (Μπλέτσος, 2012).
6. ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ
Σπορά. Ο σπόρος της μελιτζάνας σπέρνεται σε δίσκους που περιέχουν μείγμα τύρφης, περλίτη και βερμικουλίτη σε αναλογία 3:2:1 κατ’ όγκο. Όταν τα σπορόφυτα αποκτήσουν 2-3 πραγματικά φύλλα μεταφυτεύονται σε δίσκους οι οποίοι είναι χωρισμένοι σε θέσεις (διαστάσεων 5,5 x 5,5εκ., συνήθως) ή σπέρνονται απ’ ευθείας στους παραπάνω δίσκους στους οποίους αναπτύσσονται μέχρι να σχηματίσουν 4-5 πραγματικά φύλλα, οπότε μεταφυτεύονται στο χωράφι. Ο σπόρος φυτρώνει σε 6-8 ημέρες σε θερμοκρασία 24-30οC και σε 15 ημέρες σε θερμοκρασία χαμηλότερη από 13οC. Τα σπορόφυτα αναπτύσσονται καλύτερα σε εδάφη που έχουν pH 6-7,2 και θερμοκρασία 20-25/16-20οC ημέρα/νύχτα (Μπλέτσος, 2012).
Λίπανση. Σε ένα στρέμμα εφαρμόζονται πριν ή κατά τη μεταφύτευση N 5-10 κιλά, P2O5 20-30 κιλά και K2O 15-20 κιλά. Όλος ο P και η μισή ποσότητα N και K εφαρμόζεται πριν ή κατά τη μεταφύτευση και η υπόλοιπη ποσότητα N και K σε 2-3 ισόποσες δόσεις συνήθως μετά από κάθε συγκομιδή (Μπλέτσος, 2012).
Μεταφύτευση. Τα σπορόφυτα όταν αποκτήσουν 4-5 πραγματικά φύλλα, μεταφυτεύονται στο χωράφι σε γραμμές που απέχουν 80-100εκ. μεταξύ τους και 50-60εκ. φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή ή σε δίδυμες γραμμές που απέχουν (στο ζεύγος) 80-100εκ., τα ζεύγη των διδύμων γραμμών μεταξύ τους 100-150εκ. και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 50εκ. Σε ένα στρέμμα φυτεύονται 1600-2500 φυτά. Τα σπορόφυτα αναπτύσσονται κανονικά σε θερμοκρασίες 20-24/15-18οC ημέρα/νύχτα. Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω από 15οC τότε υποβαθμίζεται η ποιότητα των καρπών (αυτό συμβαίνει συνήθως στη βόρεια Ελλάδα στις αρχές του δευτέρου δεκαπενθημέρου του Σεπτεμβρίου) (Μπλέτσος, 2012). Σκόπιμο είναι λίγο πριν τη μεταφύτευσή τους τα φυτά να στερηθούν το πότισμα. Με τον τρόπο αυτό σκληραγωγούνται και ξεπερνούν γρηγορότερα την καταπόνησή τους από την μεταφύτευση. Αμέσως μετά την μεταφύτευση των φυτών στις τελικές τους θέσεις πρέπει να ακολουθηθεί πολύ καλό πότισμα για να μπορέσουν τα φυτά να σχηματίσουν γρήγορα πολύ πλούσιο ριζικό σύστημα (Θανόπουλος, 2008).
Το έδαφος θα πρέπει να είναι μέσης μέχρι ελαφράς σύστασης, βαθύ, γόνιμο και απαλλαγμένο από άλατα. Εάν το έδαφος ή το νερό έχει άλατα, η ανάπτυξη του φυτού είναι περιορισμένη, τα φύλλα έχουν πιο σκούρο χρώμα και οι καρποί γίνονται πιο μικροί (Ολύμπιος, 2001).
Πότισμα. Η μελιτζάνα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό σε νερό. Σε συνθήκες έλλειψης της εδαφικής υγρασίας ή χαμηλής σχετικής υγρασίας στην ατμόσφαιρα προκαλείται πτώση ανθέων και καρπών (Θανόπουλος, 2008). Οι ανάγκες μιας φυτείας μελιτζάνας σε νερό ποικίλουν ανάλογα με την ανάπτυξη των φυτών, τον τύπο του εδάφους και τις κλιματολογικές συνθήκες. Το ριζόστρωμα δεν πρέπει να ξηραίνεται, αλλά ούτε και να είναι συνέχεια πολύ υγρό. Εάν διαπιστωθεί βλαστομανία, θα πρέπει να μειωθεί η ποσότητα και συχνότητα του ποτίσματος. Εάν η περιεκτικότητα του εδάφους σε υγρασία είναι χαμηλή, τότε μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά το χρώμα των καρπών (Ολύμπιος, 2001).
Άνθη. Τα άνθη αυτογονιμοποιούνται ή διασταυρώνονται με άλλα άνθη της ίδιας ή άλλης ποικιλίας με τη βοήθεια των εντόμων σε ποσοστό που εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Όταν κατά τη διάρκεια της ημέρας ο φωτισμός είναι ανεπαρκής και κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 30οC τα άνθη δε γονιμοποιούνται και πέφτουν (Μπλέτσος, 2012).
Παραγωγή σπόρου. Οι μελιτζάνες που προορίζονται για την παραγωγή σπόρου συγκομίζονται, όταν αποκτήσουν κίτρινο ή ωχρό χρώμα και εμφανίσουν ρωγμές κατά μήκος του καρπού. Οι καρποί τοποθετούνται πάνω σε πάγκο εργαστηρίου, πιέζονται με το χέρι μέχρι να μαλακώσουν και χτυπιούνται με χονδρό και αμβλύ ξύλο για να απελευθερωθούν οι σπόροι από τη σάρκα. Στη συνέχεια κόβονται κατά μήκος και οι σπόροι σπρώχνονται με το χέρι και μαζεύονται σε δοχείο που περιέχει νερό (για παραγωγή μικρής ποσότητας σπόρου). Για μεγάλη ποσότητα σπόρου (έχουμε πολλούς καρπούς), κόβεται και απομακρύνεται το 1/3 των καρπών που βρίσκεται προς το μέρος του ποδίσκου, γιατί δεν έχει σπόρους, και το υπόλοιπο μέρος των καρπών κόβεται σε μικρά τεμάχια, συνθλίβονται με μηχανή και το προϊόν μαζεύεται σε δοχείο που περιέχει νερό. Τα υπολείμματα του καρπού και οι ανώριμοι σπόροι επιπλέουν και απομακρύνονται, ενώ ο καλός σπόρος είναι βαρύτερος και συγκεντρώνεται στον πυθμένα του δοχείου. Οι πλύσεις αυτές επαναλαμβάνονται για 2-3 φορές και στο τέλος παραμένει καθαρός σπόρος, ο οποίος αδειάζεται σε τελάρο με σίτα για να στραγγίσει το νερό και μεταφέρεται στη σκιά για να στεγνώσει. Αποφεύγουμε να στεγνώσουμε το σπόρο στον ήλιο, γιατί η υψηλή θερμοκρασία μειώνει τη βιωσιμότητά του. Ο σπόρος θεωρείται στεγνός όταν περιέχει 8% υγρασία, οπότε συσκευάζεται σε φακελάκια από πλαστικοποιημένο φύλλο αλουμινίου ή σε μεταλλικά κουτιά, και αποθηκεύεται σε ψυγείο στο οποίο η θερμοκρασία διατηρείται στους 4οC και η σχετική υγρασία στο 40%. Σε τέτοιες συνθήκες διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα για 6-7 έτη, ενώ σε θερμοκρασία -20οC για 20 έτη (Μπλέτσος, 2012). Καλό είναι να υποβοηθείται η διαδικασία στεγνώματος, π.χ. χρησιμοποιώντας έναν ανεμιστήρα, γιατί όταν η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι μεγάλη οι σπόροι της μελιτζάνας έχουν την τάση να βλαστήσουν (Σαϊνατούδης, 2014).
7. ΑΓΓΟΥΡΙ
Σπορά. Η σπορά της αγγουριάς γίνεται σε θερμαινόμενο σπορείο και ο σπόρος φυτρώνει σε 3 ημέρες σε θερμοκρασίες εδάφους 25-35°C, ενώ αργεί πολύ να φυτρώσει σε θερμοκρασίες μικρότερες από 12°C. Τα σπορόφυτα αναπτύσσονται γρήγορα και όταν αποκτήσουν 4 φύλλα μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση (Μπλέτσος, 2012).
Λίπανση. Σε ένα στρέμμα εφαρμόζονται πριν τη μεταφύτευση N 5-10 κιλά (αμμωνιακή μορφή), P₂O₅ 15-20 κιλά, K₂O 20-25 κιλά και MgSO4.H2O 25-35 κιλά. Μετά από κάθε συγκομιδή εφαρμόζεται επιφανειακή λίπανση N (νιτρική μορφή) 2-4 κιλά ανά στρέμμα και K₂O 4-5 κιλά ανά στρέμμα (Μπλέτσος, 2012).
Μεταφύτευση. Η μεταφύτευση των σπορόφυτων σε αγρό γίνεται συνήθως Απρίλιο-Μάιο (Μπλέτσος, 2012). Αποφεύγονται θερμοκρασίες κάτω των 20°C, γιατί επηρεάζεται η ανάπτυξη και η καρποφορία (WittwerandHonma, 1979), το φυτό είναι ευαίσθητο στο κρύο (http://www.gardening.cornell.edu/homegardening). Στους 2°C η αγγουριά καταστρέφεται (Γεωργίου, 2009). Οι ιδανικές θερμοκρασίες για την ανάπτυξη και καρποφορία των φυτών είναι μεταξύ 25-30°C (WittwerandHonma, 1979). Ιδανικές θερμοκρασίες ανάπτυξης των σπορόφυτων είναι 18-20°C τη νύχτα και έως 28 °C την ημέρα, σε έδαφος που έχει pH 5,5-7,5 (Μπλέτσος, 2012). Καλά σπορόφυτα θεωρούνται εκείνα που έχουν σχηματίσει 2-3 πραγματικά φύλλα, έχουν χοντρό στέλεχος και βαθύ πράσινο χρώμα (Γεωργίου, 2009)
Φύτευση. Η φύτευση γίνεται σε μονές ή δίδυμες γραμμές. Οι μονές γραμμές απέχουν 100εκ. μεταξύ τους και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 50-60εκ. Οι δίδυμες γραμμές απέχουν 80-100εκ., τα ζεύγη των διδύμων γραμμών μεταξύ τους 100-150εκ. και φυτό από φυτό πάνω στη γραμμή 50εκ. Σε ένα στρέμμα υπαίθριας καλλιέργειας φυτεύονται 1200-1400 σπορόφυτα (Μπλέτσος, 2012).
Η αγγουριά αποδίδει ικανοποιητικά σε έδαφος που στραγγίζει καλά, αερίζεται καλά, έχει υψηλή ικανότητα συγκράτησης νερού και είναι απαλλαγμένο από παθογόνα. Το έδαφος θα πρέπει να είναι πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία, ιδίως σε N και K. Οι ρίζες του φυτού της αγγουριάς χρειάζονται καλό αερισμό (Ολύμπιος, 2001).
Πότισμα. Γενικά η αγγουριά έχει αυξημένες απαιτήσεις σε νερό. Μετά τη μεταφύτευση χρειάζεται μόνο ελαφρά ποτίσματα, ώστε να κρατά την περιορισμένη περιοχή του ριζοστρώματος υγρή μέχρι να αρχίσει να αναπτύσσεται η ρίζα. Στη συνέχεια 2-3 ποτίσματα ανά εβδομάδα μπορεί να είναι αναγκαία. Κατά τη διάρκεια του θερμού καιρού μπορεί να γίνεται πότισμα καθημερινά (Ολύμπιος, 2001). Περιοδικά μπορούν να γίνονται βαθιά ποτίσματα για καλύτερη άρδευση και επέκταση του ριζικού συστήματος (WittwerandHonma, 1979).
Άνθη. Τα άνθη ανοίγουν τις πρωινές ώρες και τα θηλυκά παραμένουν ανοιχτά 1-3 ημέρες αν δε γονιμοποιηθούν. Η επικονίαση γίνεται με έντομα. Η άνθιση γίνεται σε θερμοκρασίες 18-21°C, παύει κάτω από τους 14°C και σε θερμοκρασίες 25-30°C ευνοείται η βλάστηση της γύρης (Μπλέτσος, 2012).
Παραγωγή σπόρου. Οι καρποί στη φυσιολογική ωρίμανση αποκτούν κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα. Τότε συγκομίζονται και συνθλίβονται για την παραγωγή σπόρου (Μπλέτσος, 2012). Είναι σημαντικό οι καρποί να ωριμάσουν πλήρως πριν αφαιρεθούν οι σπόροι. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι καρποί δεν θα είναι πια φαγώσιμοι, θα έχουν φουσκώσει και θα έχουν αρχίσει να μαλακώνουν. Όταν ωριμάσουν πλήρως αποκτούν χρώμα παράξενο για την ποικιλία τους. Επίσης όταν οι σπόροι μέσα στον καρπό είναι πλήρως ώριμοι ο μίσχος του αγγουριού τείνει να ξεραθεί (Σαϊνατούδης, 2014). Ο καρπός δεν χρειάζεται να σαπίσει αρκεί να έχει ωριμάσει καλά (Σαϊνατούδης, 2008).Για να αφαιρεθούν οι σπόροι γίνονται δύο μακριές τομές και αφαιρείται η κεντρική κοιλότητα με ένα κουτάλι. Οι σπόροι τοποθετούνται σε ένα σκεύος και παραμένουν για να ζυμωθούν μέσα στον χυμό τους με λίγο νερό για λίγες μέρες, ανάλογα με την περιβάλλουσα θερμοκρασία. Δεν απαιτείται πολύ νερό γιατί θα καθυστερήσει την διαδικασία της ζύμωσης. Το σκεύος πρέπει να αφήνεται σε σκιερό μέρος καλυμμένο με τούλι για να προστατευτεί από μύγες. Η διαδικασία της ζύμωσης επιτρέπει στους σπόρους να ξεχωρίσουν ευκολότερα από την σάρκα κάνοντας ευκολότερο τον καθαρισμό τους. Η διαδικασία της ζύμωσης έχει ολοκληρωθεί όταν η πλειοψηφία των σπόρων έχουν πέσει στον πάτο του σκεύους. Κατόπιν καθαρίζονται οι σπόροι μέσα σε ένα σουρωτήρι κάτω από τρεχούμενο νερό και τοποθετούνται σε ένα δίσκο για να στεγνώσουν. Στις πρώτες μέρες στεγνώματος, χρειάζεται να ξεχωρίσουν οι σπόροι που έχουν κολλήσει μεταξύ τους. Η διάρκεια στεγνώματος είναι 5-10 μέρες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Οι καλλιεργητές που θέλουν να παράγουν σπόρους χωρίς πολλά προβλήματα μπορούν να καλλιεργήσουν μαζί μια ποικιλία αγγουριού, μια ποικιλία καρπουζιού και μια ποικιλία πεπονιού. Αυτά τα είδη δεν διασταυρώνονται μεταξύ τους (Σαϊνατούδης, 2014).
Σπόρος. Ο σπόρος διατηρείται στο ψυγείο (θερμοκρασία 5°C και σχετική υγρασία 25%) μέχρι 8 έτη (Μπλέτσος, 2012).
ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ
1. ΜΗΛΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού μηλεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια μήλων διακρίνονται σε α) εκτατικά (7 x5 μ.), β) ημιεκτατικά (5 x 3 μ.), γ) πυκνής φύτευσης (3 x 1,2 μ.) και δ) υπέρπυκνης φύτευσης (0,45 x 0,30 μ.). Οι παράγοντες που καθορίζουν το κάθε ένα από τα παραπάνω συστήματα είναι οι εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι δενδροκομικές επιδράσεις (διαφορετικά είδη δένδρων), οι οικονομικές συνθήκες και οι τοπικές καλλιεργητικές πρακτικές κάθε περιοχής.
Πότισμα: Υπάρχουν αρκετά διαφορετικά συστήματα ποτίσματος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε έναν μηλεώνα. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την τοποθεσία (κλιματικές συνθήκες), τον τύπο εδάφους, την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης των δενδρυλλίων. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση.
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του μηλεώνα.
Αραίωμα καρπών: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητά τους, στην εξασφάλιση ανθοφορίας-καρποφορίας και την επόμενη χρονιά (επετειοφορία), στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων και στη μείωση των σπασιμάτων των κλάδων και του κόστους συλλογής των καρπών. Γίνεται είτε με τα χέρια, μετά την καρπόπτωση του Ιουνίου (μέγεθος καρυδιού- αφήνουμε 1 με 2 καρπούς σε κάθε ταξικαρπία σε απόσταση 15 – 20 εκ. τον έναν από τον άλλο, αν η παραγωγή προβλέπεται μεγάλη ή 2 καρπούς σε κάθε ταξικαρπία αν η παραγωγή αναμένεται μικρή), είτε με κλάδεμα (όταν έχουμε σχηματισμό πολλών καρποφόρων οφθαλμών), κατά την περίοδο του ληθάργου, είτε με χημικά μέσα (χημειοαραιωτικά).
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της μηλιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της λογχοειδούς βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης.
2. ΚΕΡΑΣΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού κερασώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της κερασιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με το υποκείμενο και το κλάδεμα μόρφωσης των δέντρων. Στην περίπτωση των υποκειμένων που προέρχονται από σπορόφυτα αγριοκερασιάς και σε κυπελλοειδές κλάδεμα μόρφωσης οι αποστάσεις φύτευσης είναι 7 – 10μ. μεταξύ των γραμμών και 7 – 10μ. επί της γραμμής. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών). Όταν υπάρχει πιθανότητα παγετού συνίσταται να φυτεύονται μετά το πέρας αυτού.
Πότισμα: Η κερασιά παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό την άνοιξη και στις αρχές καλοκαιριού γιατί σε αυτό το διάστημα έχουμε και την ανάπτυξη των καρπών αλλά και την παραγωγή νέας βλάστησης. Υπάρχουν αρκετά διαφορετικά συστήματα ποτίσματος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε έναν κερασώνα. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την τοποθεσία (κλιματικές συνθήκες), τον τύπο εδάφους, την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης των δενδρυλλίων. Τα δένδρα είναι ευαίσθητα στη συνεχή και υπερβολική υγρασία στη ριζόσφαιρα του δένδρου. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η κερασιά χαρακτηρίζεται από έντονη διαπνοή των φύλλων της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν επικρατεί περίοδος ξηρασίας τα φύλλα να απορροφούν νερό από τους καρπούς με αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής. Γι΄αυτό λοιπόν θα πρέπει να υπάρχει η μέριμνα για την εξασφάλιση νερού στο δένδρο όταν το έχει ανάγκη, για να έχουμε την επίτευξη μιας σταθερής και ικανοποιητικής παραγωγής. (Ποντίκης 1993).
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του κερασώνα.
Αραίωμα καρπών: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητά τους, στην εξασφάλιση ανθοφορίας-καρποφορίας και την επόμενη χρονιά (επετειοφορία), στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων και στη μείωση των σπασιμάτων των κλάδων. Το αραίωμα με το χέρι αν και είναι αποτελεσματικό, είναι δαπανηρή εργασία και γι’ αυτό αποφεύγεται. Το λεπτομερές κλάδεμα σε ενήλικα δένδρα βοηθά στη μείωση του αριθμού των ανθοφόρων οφθαλμών και κατά συνέπεια στη μείωση της καρπόδεσης. Η χρήση χημειοαραιωτικών ουσιών, σε πειραματικό επίπεδο δεν έδωσαν σταθερά και ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η πιο αποδεχτή μέθοδος αραιώματος των καρπών της κερασιάς είναι το εκλεκτικό κλάδεμα κατά την περίοδο του ληθάργου του δένδρου.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της κερασιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές, οπωροφόρος φράχτης)και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της λογχοειδούς βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης. Τα νεαρά δένδρα κερασιάς έχουν την τάση να αναπτύσσονται ορθόκλαδα και να σχηματίζουν μακριούς κλάδους χωρίς πλάγια βλάστηση. Συνιστάται τους χειμερινούς μήνες να γίνεται κλάδεμα των κλάδων αυτών έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη της πλάγιας βλάστησης.
3. ΑΧΛΑΔΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού αχλαδεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Οι αποστάσεις φύτευσης υπολογίζονται ανάλογα με την τοποθεσία, το έδαφος και τη ζωηρότητα του υποκειμένου. Για ζωηρές ποικιλίες και εφόσον το σύστημα μόρφωσης είναι κυπελλοειδές, οι αποστάσεις πρέπει να είναι 7 Χ 7 μ. και για μέσης ζωηρότητας 5 Χ 5 μ. Σε περιπτώσεις νάνων υποκειμένων κυδωνιάς στην ποικιλία Passacrassana, οι παρακάτω αποστάσεις θεωρούνται κατάλληλες για τα συγκεκριμένα συστήματα μόρφωσης: Παλμέττα 3,6 Χ 2 μ., πυραμίδα 3,6 Χ 2,5 μ., άτρακτος 3,3 Χ 2 μ.
Πότισμα: Υπάρχουν αρκετά διαφορετικά συστήματα ποτίσματος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε έναν αχλαδεώνα. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την τοποθεσία (κλιματικές συνθήκες), τον τύπο εδάφους, την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης των δενδρυλλίων. Το πότισμα επιβάλλεται κατά το Μάιο – Ιούνιο για αύξηση της βλάστησης και της παραγωγής και κατά τον Ιούλιο – Αύγουστο για να βοηθηθεί η διαφοροποίηση των οφθαλμών και να αυξηθεί το μέγεθος των καρπών. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση.
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του αχλαδεώνα.
Αραίωμα καρπών: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητά τους, στην εξασφάλιση ανθοφορίας-καρποφορίας και την επόμενη χρονιά (επετειοφορία), στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων και στη μείωση των σπασιμάτων των κλάδων και του κόστους συλλογής των καρπών. Διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και την ποικιλία. Ο ένας τρόπος είναι με τα χέρια, αφού περάσουν τουλάχιστον 6 εβδομάδες από την ανθοφορία (διάστημα που διαρκεί η φυσιολογική πτώση των καρπών της αχλαδιάς). Όσο νωρίτερα γίνει η αραίωση μετά το πέρας του παραπάνω διαστήματος τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση στη βελτίωση του μεγέθους των καρπών που θα παραμείνουν. Ο αριθμός των φύλλων που χρειάζεται κάθε καρπός για την κανονική του ανάπτυξη είναι για οποιαδήποτε ποικιλία αχλαδιάς 30 – 40 φύλλα καλής ανάπτυξης. Συνήθως αφήνουμε 1 - 2 καρποί σε κάθε ταξικαρπία σε απόσταση 15 – 20 εκ. τον έναν από τον άλλο, αν η παραγωγή προβλέπεται μεγάλη ή 2 καρπούς σε κάθε ταξικαρπία αν η παραγωγή αναμένεται μικρή). Ένας άλλος τρόπος αραιώματος που χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα είναι με τη χρήση χημικών (χημειοαραιωτικά) για οικονομικούς, κυρίως, λόγους. Η αραίωση των καρπών σε χρονικό διάστημα 70 ημερών μετά την άνθηση δεν επιφέρει καμιά αξιόλογη αύξηση στους παραμένοντες καρπούς. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο παραγωγός είναι να αφαιρέσει μεγάλους καρπούς προς αποφυγή σπασιμάτων των κλάδων εξαιτίας υπερβολικού βάρους.
Ρυθμιστές αυξήσεως – Παρθενοκαρπία: Οι ρυθμιστές αυτοί έχουν σαν στόχο την αύξηση της παραγωγής κάτω από μη ευνοϊκές συνθήκες, όπως ανοιξιάτικους παγετούς ή έλλειψη επικονίασης, αλλά και για να συντομεύσουμε τη μη παραγωγική περίοδο των νεαρών ζωηρών δένδρων. Για κάθε ποικιλία υπάρχει και διαφορετική χρήση. Έχει αποδειχθεί πως όσο πιο δυναμική είναι η καλλιέργεια (παραγωγή) τα πρώτα χρόνια τόσο καλύτερη θα είναι η απόδοση στη συνέχεια. Τα δένδρα αποκτούν ώριμη καρποφόρα συνήθεια. Η εποχή των ψεκασμών με ρυθμιστές αυξήσεως, είναι ένα κρίσιμο σημείο. Επίσης σε μερικά είδη μπορεί να επιτευχθεί η παραγωγή παρθενοκαρπικών καρπών με τη χρήση συνθετικών ορμονών. Η γιββερελλίνη είναι μια ουσία που βοηθά το σχηματισμό των καρπών αυτών αλλά πρέπει να δοθεί στη σωστή συγκέντρωση (υψηλή συγκέντρωση: πολλοί μη εμπορεύσιμοι καρποί, χαμηλή: μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα). Αυτή εξαρτάται από την ποικιλία, το ποσοστό ανθοφορίας, το ποσοστό ζημιάς μετά από παγετό και τις καιρικές συνθήκες.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της αχλαδιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα. Τα σημαντικότερα συστήματα μόρφωσης είναι η παλμέττα (Ιταλικό σύστημα), ο χαμηλός οπορωφόρος φράχτης, η άτρακτος (Γερμανικό – Ολλανδικό σύστημα) και το κυπελλοειδές. β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της λογχοειδούς βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης.
4. ΣΥΚΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της συκιάς σε θρεπτικά στοιχεία.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα. Επειδή η συκιά είναι ευαίσθητη στους νηματώδεις συνίσταται να επιλέγονται εδάφη απαλλαγμένα από νηματώδεις ή να επιλέγονται υποκείμενα ανθεκτικά σ’ αυτούς π.χ. Ficuscocculifolia.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης. Η φύτευση γίνεται από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων) μέχρι τις αρχές άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της συκιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με το υποκείμενο και το κλάδεμα μόρφωσης των δέντρων. Οι αποστάσεις φύτευσης σε συστηματικούς συκεώνες είναι από 6 μ. έως 10 μ. Το επικρατέστερο σύστημα φύτευσης είναι σε τετράγωνα.
Πότισμα: Η συκιά είναι από τα πιο ανθεκτικά οπορωφόρα δένδρα στην ξηρασία, εντούτοις για να εξασφαλισθούν καρποί μεγάλου μεγέθους και ικανοποιητική παραγωγή, είναι απαραίτητο σε ημιξηρικές και ξηρικές περιοχές ελαφρύ πότισμα το καλοκαίρι. Χρειάζεται προσοχή όμως, γιατί τα πολλά ποτίσματα προκαλούν σχίσιμο των καρπών σε μερικές ποικιλίες. Συνήθως παρατηρείται σχίσιμο όταν τελείως ξηρικά δένδρα ποτιστούν κατά την περίοδο ωρίμανσης των καρπών. Από την άλλη η έλλειψη νερού κατά την περίοδο της ωρίμανσης συμβάλει στην παραγωγή καρπών που είναι λιγότερο σαρκώδεις. Επίσης μπορεί να προκαλέσει φυλλόπτωση και να υποβαθμίσει την ποιότητα των καρπών. (Ποντίκης 1993).
Λίπανση: Η συκιά είναι δένδρο με λιγότερες απαιτήσεις σε άζωτο από τα πιο πολλά φυλλοβόλα. Συνήθως η χορήγηση 100 έως 200 γρ. ενεργού άνθρακα ανά ενήλικο δένδρο γύρω στα τέλη χειμώνα, είναι επαρκής. Ο πιο καλός τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. (Ποντίκης, 1993)
Αραίωμα καρπών: Πτώση άγουρων καρπών μπορεί να προοκληθεί από έλλειψη επικονίασης, ανεπαρκής υγρασία, αδύνατα δένδρα και νηματώδεις. (Ποντίκης, 1993)
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της συκιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην αφαίρεση των ξερών, συμπλεκομένων και ασθενικών βλαστών, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό και στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης. Το κλάδεμα καρποφορίας θα πρέπει να είναι ελαφρύ και θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποιες ποικιλίες είναι δίφορες. Σε αυτές θα πρέπει να γίνεται μόνο αραίωμα των κλάδων και όχι συντμήσεις γιατί η πρώτη σοδιά φέρεται στο ξύλο του προηγούμενου έτους και συνεπώς συμβάλλει στην μείωση της παραγωγής. Συντμήσεις μπορούν να γίνουν μόνο σε μονόροφες ποικιλίες κάθε 3 – 4 χρόνια για τη διατήρηση της κόμης σε χαμηλά επίπεδα. Τα κορυφολογήματα το Μάιο προκαλούν ωρίμανση των καρπών πιο γρήγορα. (Ποντίκης, 1993)
5. ΡΟΔΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού ροδιώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης. Η φύτευση γίνεται από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων) μέχρι τις αρχές άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της ροδιάς είναι κατά γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με το υποκείμενο και το κλάδεμα μόρφωσης των δέντρων. Οι αποστάσεις φύτευσης σε συστηματικούς ροδιώνες είναι 3 μ. επί της γραμμής και 4 μ μεταξύ των γραμμών.
Πότισμα: Η ροδιά χρειάζεται απαραίτητα πότισμα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για να διατηρηθεί σταθερή η παραγωγικότητα και η καλή ποιότητα των καρπών. Χαρακτηρίζεται από την έντονη διαπνοή των φύλλων της και σε περίοδο ξηρασίας τα φύλλα απορροφούν υγρασία από τους καρπούς με αποτέλεσμα ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση της παραγωγής (Ozeronv, etal, 1960).Για να επιτευχθεί μεγάλη παραγωγή και ταυτόχρονα καλή ποιότητα καρπών πρέπει να υπάρχει επαρκής υγρασία στο έδαφος καθ’ όλη την καλλιεργητική περίοδο, ιδιαίτερα όταν πλησιάζει η συγκομιδή στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, καθώς έτσι περιορίζεται το σχίσιμο των καρπών. Κατά την περίοδο ωρίμασης των καρπών δεν πρέπει ο καιρός να είναι βροχερός διότι τότε τα ρόδια σχίζουν, ακόμη και αυτά των ανθεκτικών ποικιλιών, και μηδενίζεται η εμπορική τους αξία. Συνολικά η ροδιά απαιτεί περίπου 250 χιλιοστά νερού ή 250 m3/ στρέμμα /καλλιεργητική περίοδο, όταν από τη βροχόπτωση εξασφαλίζονται περί τα 400 mm βροχής. Μετά τη συγκομιδή, χρειάζεται πολύ λίγη άρδευση. Η στάγδην άρδευση θεωρείται η καλύτερη μέθοδος άρδευσης και οι σταλάκτες πρέπει να είναι μακριά από τον κορμό του δένδρου (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας, 2012).
Λίπανση: Η ροδιά θεωρείται δένδρο απαιτητικό σε άζωτο (Ποντίκης, 1993). Ο πιο καλός τρόπος για να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας είναι η φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης.
Αραίωμα καρπών: Οι καρποί που προέρχονται από πολύ όψιμα άνθη καλό είναι και αφαιρούνται γιατί γίνονται μικρότεροι σε μέγεθος ή δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν. Επίσης οι καρποί συστήνεται να αραιώνονται όταν ακουμπούν μεταξύ τους, ενώ επιδιώκεται και η καλή διασπορά τους στην κόμη (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας, 2012).
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της ροδιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (δένδρο, θάμνος) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην αφαίρεση των ξερών, συμπλεκομένων και ασθενικών βλαστών, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό και στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης. Το κλάδεμα καρποφορίας πρέπει να είναι ελαφρύ και να συνίσταται στην αφαίρεση των παραφυάδων και σε αραίωση κλάδων της κόμης έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η παραγωγή νέας καρποφόρας λογχοειδούς βλάστησης (Ποντίκης, 1993). Μικρά κλαδιά που μπορούν να τραυματίσουν τους καρπούς θα πρέπει να αφαιρούνται. Το αυστηρό κλάδεμα προκαλεί παρενιαυτοφορία. Αυστηρό κλάδεμα πρέπει να γίνεται μόνο μετά από παγετό (Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας, 2012).
6. ΚΥΔΩΝΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού οπωρώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόρριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Οι αποστάσεις φύτευσης υπολογίζονται ανάλογα με την τοποθεσία, το έδαφος και τη ζωηρότητα του υποκειμένου. Για συστηματικούς οπωρώνες και εφόσον το σύστημα μόρφωσης είναι κυπελλοειδές, οι αποστάσεις είναι 3 μ. επί της γραμμής και 4 μ. μεταξύ των γραμμών.
Πότισμα: Το πότισμα της κυδωνιάς πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την τοποθεσία (κλιματικές συνθήκες), τον τύπο εδάφους, την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης των δενδρυλλίων. Το πότισμα επιβάλλεται κατά το Μάιο – Ιούνιο για αύξηση της βλάστησης και της παραγωγής και κατά τον Ιούλιο – Αύγουστο για να βοηθηθεί η διαφοροποίηση των οφθαλμών και να αυξηθεί το μέγεθος των καρπών. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση. Η κυδωνιά χρειάζεται περισσότερο νερό από την αχλαδιά και τη μηλιά αλλά σε μικρότερες ποσότητες ανά πότισμα (Ποντίκης, 1993).
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του οπωρώνα.
Αραίωμα καρπών: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητά τους, στην εξασφάλιση ανθοφορίας-καρποφορίας και την επόμενη χρονιά (επετειοφορία), στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων και στη μείωση των σπασιμάτων των κλάδων και του κόστους συλλογής των καρπών. Συνήθως γίνεται με το χέρι και αφήνονται 1 - 2 καρποί σε κάθε ταξικαρπία σε απόσταση 15 – 20 εκ. τον έναν από τον άλλο (αν η παραγωγή προβλέπεται μεγάλη), ή 2 καρπούς σε κάθε ταξικαρπία (αν η παραγωγή αναμένεται μικρή). Ένας άλλος τρόπος αραιώματος που χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα είναι με τη χρήση χημικών (χημειοαραιωτικά) για οικονομικούς, κυρίως, λόγους.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της κυδωνιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα. Τα σημαντικότερα συστήματα μόρφωσης είναι το κυπελλοειδές, πυραμίδας και ελεύθερης παλμέττας. β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην ανάπτυξη νέας βλάστησης, στη διατήρηση σε καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό, και στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής. Αυτό επιτυγχάνεται με σύντμηση κάποιων πλάγιων κλάδων και στην απομάκρυνση των ξερών και ασθενικών τμημάτων. Έτσι εξασφαλίζεται καλύτερη ποιότητα και ποσότητα στην παραγωγή (Ποντίκης, 1993).
7. ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού βερικοκκεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της βερικοκιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές ,κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα 2 πρώτα. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με το υποκείμενο και το κλάδεμα μόρφωσης των δέντρων. Στην περίπτωση των υποκειμένων που προέρχονται από σπορόφυτα βερικοκιάς και σε κυπελλοειδές κλάδεμα μόρφωσης οι αποστάσεις φύτευσης είναι από 6 – 8 μ. επί της γραμμής και 6 – 8 μ. μεταξύ των γραμμών. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών). Όταν υπάρχει πιθανότητα παγετού συνίσταται να φυτεύονται μετά το πέρας αυτού.
Πότισμα: Η βερικοκιά είναι φυτό επιπολεόρριζο και συνεπώς παρουσιάζει αυξημένες ανάγκες σε νερό. Αν η βερικοκιά δεν ποτιστεί από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο και επικρατήσει ξηρασία, τότε την επόμενη άνοιξη θα έχουμε καρπούς με μακρύ ποδίσκο που θα συνοδεύονται από συνήθως ένα μικρό φύλλο και οψίμηση της παραγωγής (Brown, 1953 B). Αν η βερικοκιά δεν ποτιστεί σε όλη τη βλαστική περίοδο συνήθως παρενιαυτοφορεί ή δίνει μειωμένη και χαμηλής ποιότητας παραγωγή(Ποντίκης 1993).
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του βερικοκκεώνα.
Αραίωμα καρπών: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητά τους, στην εξασφάλιση ανθοφορίας-καρποφορίας και την επόμενη χρονιά (επετειοφορία), στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων και στη μείωση των σπασιμάτων των κλάδων. Γίνεται είτε με τα χέρια, όπου συνίσταται πρώτα να αφαιρούνται οι καρποί με μικρότερη από 2,5 εκ. διάμετρο και στη συνέχεια να αφήνουμε 1 καρπό σε κάθε ταξικαρπία σε απόσταση 4 – 8 εκ. τον έναν από τον άλλο, όταν η διάμετρος μεταξύ των παρειών του καρπού είναι 2,5 εκ. Συνήθως οι παραγωγοί κάνουν το αραίωμα των καρπών κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (τέλη Απριλίου – αρχές Μαίου) ή αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της βερικοκιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές, αμφίπλευρη παλμέττα) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αφαίρεση των παλιών κλάδων, αυτών που κάμπτονται προς το έδαφος, των ξερών και ασθενικών, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς βλάστησης. Ένα μέτρια αυστηρό κλάδεμα θα συντελέσει στην έκπτυξη νέας βλάστησης και στο σχηματισμό καρποφόρων λογχοειδών.
8. ΚΡΑΝΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού κρανεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 1,5 – 2 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών. Αν πριν την εγκατάσταση προϋπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για 4 τουλάχιστον χρόνια σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα με κάποιο αγρωστώδες με σκοπό την εξάλειψη ασθενειών που υπήρχαν στον προηγούμενο οπωρώνα.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της κρανιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με το υποκείμενο και το κλάδεμα μόρφωσης των δέντρων. Οι αποστάσεις φύτευσης είναι 3 – 4μ. μεταξύ των γραμμών και 3 – 4μ. επί της γραμμής. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Πότισμα: Η κρανιά είναι φυτό με μικρές απαιτήσεις σε νερό. Για να υπάρχει όμως κάθε χρόνο μια ικανοποιητική παραγωγή φροντίζουμε να εγκαταστήσουμε στον νεαρό κρανεώνα σύστημα ποτίσματος. Υπάρχουν αρκετά διαφορετικά συστήματα ποτίσματος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την τοποθεσία (κλιματικές συνθήκες), τον τύπο εδάφους, την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης των δενδρυλλίων. Τα δένδρα είναι ευαίσθητα στη συνεχή και υπερβολική υγρασία στη ριζόσφαιρα του δένδρου. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση
Λίπανση: Αν και είναι είδος με μικρές απαιτήσεις σε λίπανση, σαν γενική συμβουλή είναι ότι αν χρησιμοποιηθεί μία λίπανση του τύπου 20-10-0 σε μία ποσότητα 25-30 κιλά το στρέμμα, καλύπτονται οι λιπαντικές ανάγκες των φυτών.
Κλάδεμα: Η κρανιά είναι φυτό που δεν θέλει ή θέλει ελάχιστο κλάδεμα και αυτό γιατί είναι φυτό που καρποφορεί σε βλάστηση του προηγούμενου έτους. Οι τύποι κλαδέματος της κρανιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς ζωηρότητας και υγείας και στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό.
9. ΚΑΡΥΔΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού καρυδεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της καρυδιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές, κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα πιο συνηθισμένα είναι κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και την ποικιλία. Οι αποστάσεις φύτευσης κυμαίνονται από 6 Χ 6μ. οι μικρότερες, έως και 11 Χ 11μ. οι μεγαλύτερες. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Πότισμα: Η καρυδιά είναι φυτό με απαιτήσεις σε νερό από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το χειμωνιάτικο πότισμα, όταν η βροχόπτωση είναι ανεπαρκής, εξασφαλίζει νερό για την ανοιξιάτικη βλάστηση των δένδρων. Η έλλειψη εδαφικού νερού στις αρχές της βλάστησης οδηγεί στο σχηματισμό μεγάλου ποσοστού μικρών καρπών. Η πιο γρήγορη ανάπτυξη των καρυδιών γίνεται κατά τη διάρκεια 5 με 6 εβδομάδων αμέσως μετά την ανθική περίοδο. Κατά τους Aldrichetal (1976A), το πότισμα κατά τα μέσα καλοκαιριού ή αργότερα δεν αυξάνει το μέγεθος των καρυδιών μετά τη σκλήρυνση του ενδοκαρπίου τους. Η παρατεταμένη έλλειψη νερού οδηγεί ακόμα και συρρίκνωση και μαύρισμα της ψίχας. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με αυλάκια, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση. Προσοχή στο πότισμα με μικροεκτοξευτήρες (μικροκατιονισμός) δεν θα πρέπει να βρέχεται ο κορμός των δένδρων γιατί ενδέχεται να έχουμε προσβολή από φυτόφθορες (Ποντίκης, 1993).
Λίπανση: Η καρυδιά είναι φυτό πολύ απαιτητικό σε άζωτο. Θα πρέπει να προσέχουμε επομένως τη χορήγηση της αζωτούχου λίπανσης. Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του καρυδεώνα.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της καρυδιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές, τύπου πυραμίδας) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αφαίρεση των ξερών και ασθενικών κλάδων, στην ανανέωση του καρποφόρου ξύλου, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό και στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής. Προσοχή, οι ποικιλίες που έχουν μεγάλη καρποφορία θα πρέπει να κλαδεύονται αυστηρά για να αποφεύγεται μια ανεπιθύμητη κλίση των κλάδων λόγο του μεγάλου φορτίου. Επίσης, οι σκελετικοί κλάδοι που εκπτύσσονται σε μήκος από 1,3 έως 3,3 μέτρα μέσα σε μια βλαστική περίοδο θα πρέπει να συντέμνονται στο ½ του μήκους τους κατά το ληθαργικό κλάδεμα (Ποντίκης, 1993).
10. ΚΑΣΤΑΝΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού καστανεώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της καστανιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές, κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα πιο συνηθισμένα είναι κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και την ποικιλία. Οι αποστάσεις φύτευσης κυμαίνονται από 5 Χ 5μ. οι μικρότερες, έως και 12 Χ 12μ. οι μεγαλύτερες. Για το είδος Castaneasativa(εδώ ανήκει η Καστανιά Μεσούντας) οι ιδανικές αποστάσεις θεωρούνται 10 Χ 10 μ. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Πότισμα: Η καστανιά είναι φυτό με απαιτήσεις σε νερό κυρίως στα τέλη καλοκαιριού όπου συντελείται η ανάπτυξη των καρπών. Το πότισμα στη νεαρή ηλικία είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη των νεαρών δενδρυλλίων. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με αυλάκια, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση.
Λίπανση: Η καστανιά είναι φυτό απαιτητικό σε άζωτο. Θα πρέπει να προσέχουμε επομένως τη χορήγηση της αζωτούχου λίπανσης. Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του καστανεώνα.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της καρυδιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αφαίρεση των ξερών και ασθενικών κλάδων, στην ανανέωση του καρποφόρου ξύλου, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό και στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής (Ποντίκης, 1993).
11. ΜΟΥΣΜΟΥΛΙΑ
Εδαφολογική ανάλυση του εδάφους: Απαραίτητη πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε καλλιεργητικός χειρισμός, με σκοπό τον καθορισμό του είδους και της ποσότητας των λιπασμάτων που θα χρειαστούν για την σωστή ανάπτυξη του νεαρού οπορώνα. Ενδείκνυται η προσθήκη 2 – 3 τόνων κοπριάς ανά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους πριν το πρώτο όργωμα.
Προετοιμασία εδάφους: Πριν από την εγκατάσταση των νεαρών δενδρυλλίων το έδαφος οργώνεται σε βάθος 30 – 40 εκ. για την καταστροφή των ζιζανίων και την αφρατοποίηση του εδάφους. Μετά το όργωμα γίνεται απολύμανση του εδάφους για την εξάλειψη επιβλαβών εχθρών και ασθενειών.
Φύτευση νεαρών δενδρυλλίων: Πριν ξεκινήσουμε την εγκατάσταση γίνεται το σημάδεμα των θέσεων φύτευσης ανάλογα με το σύστημα που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια ανοίγονται λάκκοι διαστάσεων 45 x 45 εκ. και φυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια στα οποία εάν είναι γυμνόριζα πριν τη φύτευση πρέπει να γίνει ένα ελαφρύ κλάδεμα (φρεσκάρισμα) των ριζών. Παράλληλα τοποθετούνται και πάσσαλοι στήριξης. Η φύτευση των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνει στο ίδιο βάθος με αυτό που είχαν στο φυτώριο. Επίσης, το επιφανειακό χώμα που βγήκε κατά το σκάψιμο του λάκκου θα πρέπει να τοποθετηθεί στη βάση του ριζικού συστήματος των νεαρών δενδρυλλίων. Μετά τη φύτευση ακολουθεί ελαφρά συμπίεση του εδάφους με στόχο την καλύτερη πρόσφυση των ριζών με το έδαφος. Στη συνέχεια γίνεται πότισμα και προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο η οποία αποσκοπεί στην διατήρηση της υγρασίας του εδάφους στα πρώτα στάδια μεταφύτευσης.
Καλλιέργεια εδάφους: Αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδισης της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Γίνεται και με μηχανικά (φρέζα, καταστροφέας, κ.α.) και με χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα).
Συστήματα φυτεύσεως: Τα συστήματα που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια της μουσμουλιάς είναι κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή κατά γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης καθορίζονται ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και την ποικιλία. Οι αποστάσεις φύτευσης κυμαίνονται από 6 – 7 μ. επί της γραμμής και 6 – 7 μ. μεταξύ των γραμμών. Η εποχή φύτευσης των δενδρυλλίων ξεκινά από το Νοέμβριο (πλήρης πτώση των φύλλων), έως τις αρχές της άνοιξης (πριν την έκπτυξη των οφθαλμών).
Πότισμα: Η καρυδιά είναι φυτό που χρειάζεται συχνά πότισμα. Τα σημαντικότερα συστήματα ποτίσματος είναι με κατάκλιση, με αυλάκια, με αυλάκια, με μικροκατιονισμό, στάγδην και υπόγειο σύστημα στάγδην. Στα 2 τελευταία συστήματα στάγδην που είναι και τα πιο σύγχρονα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υδρολιπαντήρας για υδρολίπανση.
Λίπανση: Εκτός από την εδαφολογική ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε την επάρκεια ή μη των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, ένας άλλος τρόπος είναι με τη φυλλοδιαγνωστική μέθοδο ανάλυσης που μας βοηθά να διαπιστώσουμε την θρεπτική κατάσταση των φυτών μας. Και οι δύο παραπάνω μέθοδοι εάν συνδυαστούν μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό πρόγραμμα λίπανσης για την αύξηση της αποδοτικότητας του οπωρώνα.
Αραίωμα: Αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών και γίνεται συνήθως με τα χέρια. Γίνεται αμέσως μετά την καρπόδεση και αφήνονται σε κάθε ταξικαρπία 5 – 6 καρποί. Σε αρκετές περιπτώσεις εφαρμόζεται και αραίωμα των ανθέων με απομάκρυνση ταξιανθιών πριν την καρπόδεση, όπως επίσης και αραίωση ανθοφόρων οφθαλμών με κλάδεμα, νωρίς το φθινόπωρο.
Κλάδεμα: Οι τύποι κλαδέματος της μουσμουλιάς είναι: α) μόρφωσης, εφαρμόζεται στα πρώτα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης του δένδρου και έχει σαν σκοπό να δώσει στο φυτό το κατάλληλο επιδιωκόμενο σχήμα (κυπελλοειδές) και β) καρποφορίας, που αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αφαίρεση των ξερών και ασθενικών κλάδων, στην ανανέωση του καρποφόρου ξύλου, στην έκθεση του εσωτερικού τμήματος της κόμης σε άφθονο φωτισμό και επαρκή αερισμό και στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής (Ποντίκης, 1993).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεωργίου Γεώργιος (2009). Η καλλιέργεια της αγγουριάς. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας. Λευκωσία-Κύπρος.
2. Θανόπουλος Χαράλαμπος (2008). Τεχνικές βιολογικής καλλιέργειας σολανωδών λαχανικών: 3.Μελιτζάνα, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών (Organic.edunet)
3. Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας. Γενική Διέυθυνση Αγροτικής Έρευνας. Ελληνικός Οργανισμός «Δήμητρα» 2012. Εγχειρίδιο για την καλλιέργεια της ροδιάς. Μάιος 2012.
http://pomologyinstitute.gr/files/news/RODIA%2017x28.pdf
4. Μπλέτσος Α. Φώτιος (2012). Πρακτική λαχανοκομία και παραδοσιακές ποικιλίες. Εκδόσεις ΖΗΤΗ, Θεσσαλονίκη
5. Ολύμπιος Μ. Χρίστος (1994). Ειδική Λαχανοκομία (Λαχανικά υπαίθρου). Αθήνα 1994.
6. Ολύμπιος Μ. Χρίστος (2001). Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα
θερμοκήπια. Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε., Αθήνα 2001.
7.Παπακώστα-Τασοπούλου Δ. (2005). Ψυχανθή (Καρποδοτικά-Χορτοδοτικά). Θεσσαλονίκη. [αναφορά από Ντούκα Θ. Αλεξάνδρα (2013). Βοτανική και γεωγραφική ταξινόμηση οσπρίων του κοινού φασολιού και του φασολιού γίγαντα (Phaseolus vulgaris L. και Phaseolus coccineus L.) με τη χρήση της υπέρυθρης φασματοσκοπίας. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών γενικού τμήματος Θετικές Επιστήμες στην Γεωπονία, Κλάδος ΙΙΙ: Μελέτη και Αξιοποίηση Φυσικών Πόρων. Αθήνα 2013.].
8.Παύλου Αντρέας (2009). Η καλλιέργεια του λουβιού. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας. Έκδοση 17/2009 Λευκωσία-Κύπρος.
9.Ποντίκης Α. Κώστας (1993). Ειδική Δενδροκομία (Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά Καρποφόρα). Εκδόσεις Α. Σταμούλης. Αθήνα 1993.
10.Ποντίκης Α. Κώστας (1993). Μηλοειδή. Εκδόσεις Καραμπερόπουλος. Αθήνα 1993.
11. Σαϊνατούδης Παναγιώτης (2008). Εγχειρίδιο για τη συλλογή και τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών. Έκδοση της εναλλακτικής κοινότητας «Πελίτι»1 . Πελίτι 2008.
12. Σαϊνατούδης Παναγιώτης (2014). Εγχειρίδιο για τη συλλογή και τη διατήρηση των παραδοσιακών ποικιλιών. Πελίτι 2014.
13.Ταβουλάρης Κ. (2012). Μέσες αποδόσεις φυτικών καλλιεργειών στην Ελλάδα. Αθήνα 2012.
14.Ozeronv, G. Vand M.A. Ozerova, 1960: The relationship between the water regimes in fruit and leaves.
15. Wittwer, S.H., and S. Honma (1979). Greenhouse Tomatoes, Lettuce, and Cucumbers. East Lansing: Michigan State University Press, 1979.
http://www.lpl.arizona.edu/~bcohen/cucumbers/greenhouse.html
16.http://ec.europa.eu/agriculture/quality/door/documentDisplay.html?chkDocument=4752_1_el
18. http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene6420.html
19. http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scenef65b.html
20. http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene8f63.html
21.http://www.minagric.gr/greek/data/prodiagrafes_fasolia_giganteselef_kastorias.pdf
22. http://www.omafra.gov.on.ca/english/crops/facts/00-031.htm#climatic